- περισκέπων
- περισκέπωpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισκέπω — ΜΑ 1. περισκεπάζω*, σκεπάζω, καλύπτω, προφυλάσσω κάτι ολόγυρα («ὄφρα χιτὼν μὲν χρῶτα περισκέπῃ», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω («τὸν πένητα περισκέπων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέπω «σκεπάζω»] … Dictionary of Greek